επιδέτης

επιδέτης
ο [επιδέω]
αυτός που επιδένει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δέτης — ο (AM δέτης) [δω (δέω)] αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι νεοελλ. 1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα 2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”